ἴλιγγος

ἴλιγγος
ἴλιγγ-ος, , ([etym.] ἴλλω, εἴλω)
A spinning round; esp. swimming in the head, Hp.Aph. 3.17(pl.), Pl.R.407c (pl.);

σκοτοδινίαν ἴλιγγόν τε ἐμποιεῖν τινι Id.Lg. 892e

; also, disturbance of the bowels, Nic.Al.597.
2 in pl., eddies or wreaths of smoke, A.R.4.142.
3 whirlpool, Procop.Goth.4.6.
4 agitation of mind, Plu.2.1068c:—also written εἴλιγγος, A.R. l.c., Nic. l.c., Plu.Caes.60, and codd. Pl.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἴλιγγος — spinning round masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίλιγγος — ο 1. ζάλη: Υποφέρει από ιλίγγους. – Του έρχεται ίλιγγος, όταν κοιτάζει από ψηλά κάτω. 2. ψυχική ταραχή: Μεπιάνει ίλιγγος σαν σκέφτομαι τι έχουμε να πάθουμε ακόμα. 3. θάμπωμα, κατάπληξη: Τα επιτεύγματα του ανθρώπου προκαλούν τον ίλιγγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ίλιγγος — Διαταραχή της αίσθησης ισορροπίας του σώματος στον χώρο. Κατά τον ί. δημιουργείται η ψεύτικη εντύπωση μετατόπισης ή περιστροφής των γύρω αντικειμένων σε σχέση με το άτομο (αντικειμενικός ί.) ή του ατόμου σε σχέση με τα αντικείμενα (υποκειμενικός… …   Dictionary of Greek

  • ἰλίγγοις — ἴλιγγος spinning round masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλίγγοισι — ἴλιγγος spinning round masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλίγγοισιν — ἴλιγγος spinning round masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλίγγου — ἴλιγγος spinning round masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλίγγους — ἴλιγγος spinning round masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλίγγων — ἴλιγγος spinning round masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλίγγῳ — ἴλιγγος spinning round masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴλιγγοι — ἴλιγγος spinning round masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”